- κυανόλευκος
- -η, -ο1. αυτός που έχει δύο χρώματα, κυανό και λευκό, γαλανόλευκος2. το θηλ. ως ουσ. η κυανόλευκηη ελληνική σημαία, λόγω τών χρωμάτων της, κυανού και λευκού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.